- χηρώ
- -όω, Α [χήρα]1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ' ἐχήρωσ' Ἑλλάδα», Ευρ.)2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.)4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα5. (αμτβ.) α) είμαι στερημένος από κάτιβ) είμαι χήρος, χηρεύω («ἐχήρωσε γὰρ οὐκ ὀλίγον χρόνον ἄνευ ψόγου, καὶπερ οὖσα νέα», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.